Παίρνοντας λοιπόν καινούργιο τετράδιο, είπα να συνεχίσω να γράφω. Έτσι και αλλιώς ,έχω τον ελεύθερο χρόνο, το μέρος αλλά και την ησυχία που απαιτείται. Γράφω τα «εις εαυτόν», όπως ο Μάρκος Αυρήλιος, ένας από τους αγαπημένους μου Αυτοκράτορες. Δεν δύναται ποτέ να συγκριθούν τα πρόσωπα, διότι άλλο ένας Αυτοκράτωρ και άλλο ένας κοινός βιβλιοπώλης. Εντάξει όμως, δεν παραπονιέμαι ,κάθε άλλο , αυτό που κάνω το αγαπώ και κάτι παραπάνω. Απλώς, είναι κάποιες στιγμές με πιάνει δυσφορία για την πόλη που διάλεξα να κάνω τέτοιο κατάστημα. Βιβλιοπωλείο στην Καβάλα μάλιστα.
Σκεπτόμουν μην είναι άσκοπο, μιας και έχει κάποια ιδιαιτερότητα ως είδος αλλά και ως ,περίπου εξειδικευμένου καθώς είναι Ελληνοκεντρικό.
Από την άλλη πάλι, θεωρώ πως το να στήσεις ένα τέτοιου είδους κατάστημα, σε μια δύσκολη πόλη αλλά και σε μια ακόμη πιο δύσκολη εποχή, απαιτεί κότσια (θάρρος) και ίσως θρασος. Χρειαζεται να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα και αντίθετα σχεδόν με όλους. Αλλά γιατί αυτό? Διότι όπως ο Σωκράτης δίδαξε στην Αθήνα της πιο περίπλοκης εποχής για τον Ελληνισμό, έτσι και εγώ στήνω κάτι που δεν ταιριάζει, μάλλον καθόλου…… η μήπως το αντίθετο? Πάντως αυτό που συγκρίνω είναι οι εποχές και οι καταστάσεις και όχι τα πρόσωπα. Ο κύριος λόγος λοιπόν της ύπαρξης του βιβλιοπωλείου μου εν μέσω κρίσης, έγινε καθότι την δύσκολη τούτη στιγμή που διανύει η Πατρίδα μας, χρειάζονται φωτεινοί δρόμοι και μικρά άσπρα στενάκια , ώστε να βλέπουμε που πατάμε.
Όπως λέει μια παλιά παροιμία «όποιος την νύχτα περιπατεί, λάσπες και σκατα πατεί» συνεπώς θέλει προσοχή. Τώρα λοιπόν, οπού η χώρα μας έχει ανάγκη ,αναρωτήθηκα το ποιος είμαι εγώ που θα εγκαταλείψω το πλοίο. Θεωρώ λοιπόν ότι ανήκω στην γενιά των πλοιάρχων και όχι των απλών επιβατών. Το χρέος μου είναι να μείνω με το πλήρωμα και να σώσω όσα περισσότερα γυναικόπαιδα μπορώ. Και πώς να αρνηθώ το καλό που μου έκανε ο φίλος μου ο Στέλιος Δημητριάδης.
Με έκανε να σκεφτώ πως είμαι καπετάνιος και όχι επιβάτης, ούτε και κανένας από το πλήρωμα που ως δειλός πηδά στην θάλασσα για να σώσει το τομάρι του. Άλλωστε το μάθημα μου το πήρα στο εξωτερικό, όπως έκανα και το χρέος μου και εκεί. Έτσι λοιπόν καταλαβαίνω, πως ίσως δεν έχω να προσφέρω τίποτα άλλο έξω, αλλά μόνον εδώ και τώρα όπου η Πατρίδα μας έχει όλους ανάγκη. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να αποδείξω στον εαυτό μου πως είμαι γνήσιο τεκνό Αρχαίων Ελλήνων. Είναι η ώρα όπου οι λίγοι θα αγωνιστούν για τους πολλούς. Δεν θα κρυφτώ και θα σας πω ότι αυτό το συνειδητοποίησα σήμερα και εξηγω…..
Κατά καιρούς λοιπόν έρχονται στο κατάστημα παιδιά που ξεκίνησαν ως πελάτες και έγιναν φίλοι και κατά τρόπο μαθητές. Η δίψα τους για μάθηση και το ενδιαφέρον τους για μια διαφορετική κουβέντα ακόμη και από αυτές που έχουν στο σχολείο, είναι αυτό που τους κάνει να έρχονται σε έμενα. Η ηλικία τους ποικίλει, από 14 έως 27 και το ενδιαφέρον τους για την ένδοξη ιστορία των προγόνων τους αμείωτη. Οι συζητήσεις ποικίλουν και αυτές, κυρίως όμως ασχολούμαστε με την Ιστορία την γλώσσα και την θρησκεία/θρησκειολογία. Σε αυτό βοηθά το τραπέζι που έχω για μελέτη και έτσι έχουμε την άνεση του χώρου. Σήμερα πάντως ένιωσα πολύ υπερήφανος και ο λόγος είναι πως κατάφερα να ενώσω δυο γενιές.
Αν και στην αρχή δεν το είχα καν φανταστεί, νιώθω πως τελικώς άρχισε να αποδίδει τα της αξίας του. Έτσι νομίζω πως βρήκα ένα σκοπό ζωής όπου με ευχαριστεί και που δεν περιμένω υλικά αγαθά για αντάλλαγμα. Τα πνευματικά δε που αποκτώ συνέχεια είναι τεράστιας αξίας τα όποια δεν υπάρχουν χρήματα για να τα εξαγοράσουν. Βρήκα πώς να κρατώ το φανάρι για να βλέπουν τον δρόμο οι υγιείς ψυχές και τα σοφά πνεύματα. Είμαι πολύ τυχερός που μου δόθηκε η ευκαιρία να κρατώ και εγώ λίγο Ελληνικό φως στον απέραντο σκοταδισμό που κάλυψε τον πλανήτη. Τώρα μπορώ να πω και εγώ πως παράγω έργο και είμαι χρήσιμος στην κοινωνία. Για την Ελλάδα μας ρε γαμωτο.