Μη κλαις μωρέ
μη κλαις ωρέ
και μη βαριανασαίνεις.
Πότε εγώ φοβήθηκα και θα φοβούμαι τώρα?
Πότε πως ήρθε ο οχτρός και λάκεψα καθόλου?
Μόνο πολλοί που θα΄τανε
και εγώ πάλι μονάχος.
Μου πήρανε τον Πόντο μου
και την Μικρά Ασία,
μου έκοψαν την Κύπρο μου, θέλουν Μακεδονία.
Μα εγώ θεριό και με θυμό, εγώ συνηθισμένος.
Είναι της μοίρας το γραφτό εγώ να πολεμάω
Και αν ζητώ τα δίκια μου,
ποτέ μη μου τα δίνουν.
Μα πάλι ανασταίνομαι και πάλι αναγεννιέμαι
γιατί είμαι υιός φωτόσταλτος,
παιδί θεών και σπέρμα.
Αφιερωμένο στα παιδιά των Θεών, στα αδέλφια μου τους Έλληνες.